- ἁμαξοπηγία
- ἁμαξο-πηγία, ἡ,A wagon-building, Thphr.HP5.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμαξοπηγία — η (Α ἁμαξοπηγία) [ἁμαξοπηγός] η αμαξοποιία* … Dictionary of Greek
ἁμαξοπηγίαν — ἁμαξοπηγίᾱν , ἁμαξοπηγία wagon building fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξοπηγικός — ή, ό [αμαξοπηγός] 1. ο σχετικός με την αμαξοπηγία ή τον αμαξοπηγό 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαξοπηγική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού αμαξοπηγού, η αμαξοποιία … Dictionary of Greek
αμαξοπηγός — ο (Α ἁμαξοπηγός) ο αμαξοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + πηγὸς < πήγνυμι. ΠΑΡ. αμαξοπηγία νεοελλ. αμαξοπηγείο, αμαξοπηγικός] … Dictionary of Greek